λαξεῦσαν

λαξεῦσαν
λάζω
fut part act fem acc sg (epic doric ionic)
λάζω
fut part act fem acc sg (doric)
λαξεύω
hew in stone
aor part act neut nom/voc/acc sg
λᾱξεῦσαν , λήγω
stay
fut part act fem acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αγιάντα — (Ajanta).Τοποθεσία της κεντρικής Ινδίας, στο κράτος Μαχαράστρα, όπου βρίσκονται 27 σπήλαια που λάξευσαν άνθρωποι μέσα στους βράχους, σε μια εποχή που εκτείνεται από τον 2o αι. έως τον 8o αι. μ.Χ. Τα σπήλαια αυτά φιλοξενούσαν βουδιστικά μοναστήρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”